μεγαλομανία

μεγαλομανία
η мания величия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μεγαλομανία" в других словарях:

  • μεγαλομανία — η αυτός που έχει φιλοδοξίες που ξεπερνούν τις δυνατότητές του: Με τη μεγαλομανία του έχασε τελικά κι αυτά που είχε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλομανία — η 1. η υπερεκτίμηση από ένα άτομο τών ικανοτήτων και προσόντων του σε όλους τους τομείς, τόσο φυσικούς όσο και πνευματικούς και κοινωνικούς 2. η προσπάθεια κάποιου για επιδίωξη έργων πολύ μεγαλύτερων από όσο η ικανότητά του ή η κατάστασή του τού… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλομανικός — ή, ό [μεγαλομανής] 1. αυτός που πάσχει από μεγαλομανία 2. ο επιρρεπής σε μεγαλομανία 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεγαλομανία …   Dictionary of Greek

  • Мания величия (болезнь) — Мания величия (от греч. μεγαλομανία от μεγαλο очень большой или преувеличенный) исторический термин для поведения, характеризующегося бредовыми фантазиями богатства, власти, гениальности, или всемогущества. Проявляется в форме иррациональной… …   Википедия

  • Мегаломания — Мания величия (от греч. μεγαλομανία от μεγαλο очень большой или преувеличенный) исторический термин для поведения, характеризующегося бредовыми фантазиями богатства, власти, гениальности, или всемогущества. Проявляется в форме иррациональной… …   Википедия

  • δοξομανία — η (AM δοξομανία) υπερβολική φιλοδοξία, μεγαλομανία …   Dictionary of Greek

  • δοξομανώ — ( έω) (AM δοξομανῶ) είμαι υπερβολικά φιλόδοξος, κατέχομαι από μεγαλομανία …   Dictionary of Greek

  • μεγαλομανής — ές (Α μεγαλομανής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που διακατέχεται από μεγαλομανία 2. αυτός που έχει την τάση να επιχειρεί πράγματα πολύ μεγαλύτερα από εκείνα που έχει την ικανότητα να κάνει αρχ. αυτός που κατέχεται από μεγάλη μανία, από παραφροσύνη.… …   Dictionary of Greek

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… …   Dictionary of Greek

  • τύφω — Α 1. σηκώνω καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῑα τύφειν καπνόν», Ηρόδ.) 2. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 3. (μτβ.) α) περιβάλλω με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», Αριστοφ.) β) γεμίζω κάτι με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»